ΕΝΑΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΗΣ ΕΚΑΤΗΣ

 

Μητροπολίτης Κυρήνης Αθανάσιος, Τα Φεγγάρια, Έκδ. Μονή Κύκκου Λευκωσία 2022


Η επίκληση του μυστικού φωτός ως εκδήλωση ψυχικής ανάτασης και πνευματικής αναγωγής διέτρεξε την ιστορία από τη γένεση του ανθρώπου, προσδίδουσα στο λόγο δύναμη επιβολής για να υποταγούν τα ανυπέρβλητα φυσικά στοιχεία και να αναφανεί η προσδοκία ή η ελπίδα του κέρδους της αθανασίας. Πρόκειται για ένα ιδεατό φαινόμενο λειτουργίας της ζωής, που αποκάλυψε την ενεργό σχέση της ανθρώπινης υπόστασης με τη φύση του θείου, διαμορφώνοντας κανόνες ιερουργικής έκφρασης μέσω του φθεγγόμενου λόγου. Εκεί και η ρίζα της ποίησης, που διαπλάσθηκε στην αλληλουχία των αιώνων κατά δύο πολυσήμαντους τρόπους: το μελικό (αδόμενη-απαγγελλόμενη ποίηση - τραγούδι) και τον δραματικό (τελετουργική ποιητική σύνθεση). Πρωταρχική και κορυφαία υπήρξε βέβαια η εμφάνιση του ποιητικού λόγου ως Ύμνου με στοιχεία που αφθονούν και εμπλουτίζουν τις προς τα υπερφυή επικλήσεις των ανθρώπων όπως λογουχάρη μάς τις φέρνουν από τη βαθιά αρχαιότητα τα ορφικά («κλύθι μάκαιρα») και τα ομηρικά («Κλύθι μευ») υμνολογήματα.

Μέσα από ένα τέτοιο αρχέγονο ποιητικό λειμώνα χώρας ζάθεης, σύγχρονος οιδοιπόρος ο Αθανάσιος Κυκκώτης, αρδεύει θέμα και ύφος εμπνεύσεων για να καλέσει κοντά του - και κοντά μας – την υπερκόσμιου φέγγους ουράνια ολκάδα, που πλέει στα μυστήρια του παντός με το πρόσωπο της Εκάτης, άλλως της Σελήνης και της Άρτεμης, κομίζοντας τα περίπλοκα - «Τα Φεγγάρια» - της αλήθειας του μύθου ή του μύθου των αληθειών, της σάρκωσης των επέκεινα ή του άπειρου της σαρκός...  

Ο ποιητής διακονεί την παράδοση των ομοτέχνων του ιεραρχών (στο βιβλίο του Πρωτ. Ιγνατίου Ι. Παπασπηλιοπούλου «Κληρικοί Ποιητές»(2019) ανθολογούνται15 Αρχιερείς, 28 Ιερείς και Διάκονοι, 3 Μοναχοί και 5 Μοναχές) και συνεχίσει την ιστορική κληρονομιά αρχαιότερων, όπως οι ονομαστοί Διδάσκαλοι του Γένους, ο Ευγένιος Βούλγαρης («Eυγενίου Kύκλος ποιητικών αθυρματίων»), ο Νεόφυτος Δούκας («Εις τον Σολομώντα»-ακρόστιχον ή «Ένα οπτικό ποίημα του Ν.Δ. προς τον Βασιλέα Όθωνα», ο Κωνσταντίνος Οικονόμος (κωμωδία και ελεγεία προς τον τσάρο Αλέξανδρο Α' 1825), ο ιερομόναχος Καισάριος Δαπόντες με τα έμμετρά του, ακόμα και ο Νικόδημος Αγιορείτης με τα ιαμβικά προοίμια Επιγράμματα- Ποιήματά του…

Ο Αθανάσιος, ποιητής-συνειδητός κληρονόμος του κλασικού πνεύματος, είναι Μητροπολίτης της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, έχοντας κάτω από την πνευματική επισκοπική του σκέπη την απολλώνια Κυρήνη, μιά κι εκείνη βασιλίδα του ελληνισμού της αρχαιότητας αλλά και μετέπειτα χριστιανική επαρχία με επίσκοπο τον επίσης ποιητή – και φιλόσοφο – Συνέσιο. Είχε βέβαια λάμψει εκεί, μέσα στην ελληνιστική περίοδο, και το άστρο του περιώνυμου Καλλίμαχου του Κυρηναίου. Φαίνεται πως όλη αυτή η βαρύτιμη κληρονομιά μοιραίως ζωογονεί τις εμπνεύσεις του σημερινού ιεράρχη ποιητή μεταφέροντας με κάποιο μυστικό τρόπο στα ποιήματά του την ψυχή ενός κόσμου πραγμάτων από τον σύνδεσμο τού χοϊκού με το ολύμπιο.

Από την διάρθρωση των ποιητικών σωμάτων προκύπτει αβίαστα η αυθορμησία του δημιουργού τους, που δίδει στη σύνθεση την όψη ενός primitive τεχνουργήματος απελευθερώνοντας έτσι την πηγαία αλήθεια στο νόημα και στο συναίσθημα. Ο κάθε στίχος είναι «λεξικεντρικός». Ακόμα και οι απλοί σύνδεσμοι λαβαίνουν υπόσταση ιδιόσημου λεκτικού τόνου, κάτι που χαρακτηρίζει γενικά τη λεγόμενη μοντέρνα γραφή. Περαιτέρω, η μοντέρνα γραφή, μέσα από την ιδιόμορφη τεχνοτροπία του ποιητή και πέρα από κάθε είδους κλασική ή παραδοσιακή ποιητική ρυθμολογία επιβάλλει το αυθεντικό πρόσωπό της φέρνοντας σε αιτιώδη αισθητική σχέση φραστικά αποσπάσματα απ’ όπου αναδύονται τα εικονιστικά και τα ηχικά νοήματα. Αυτός άλλωστε είναι και ο ορισμός της έννοιας του «μοντέρνου» στην τέχνη, που στα κριτήρια πολλών συγχέεται με την έννοια του «σύγχρονου».

 

Σε όλη την έκταση του έργου αναγνωρίζεται η έγνοια του ποιητή για τη φανέρωση της ενότητας ή της διαλλαγής των αντιθέσεων όπως ακριβώς την αναδεικνύει π.χ. ο ομηρικός λόγος (Ατρεΐδης τε άναξ ανδρών (ανθρώπινο) και δίος Αχιλλεύς (θείο)) ή ο αναστάσιμος του Δαμασκηνού Ευφραινέσθω τα ουράνια, αγαλλιάσθω τα επίγεια. Όμοια και στα «Φεγγάρια» του Αθανάσιου καταγράφεται η επικλητική επωδός από τη γη του ποιητή στον ουρανό της Εκάτης κατά τρόπον έκφρασης εγκωμίου, με περιγραφικές εξάρσεις και εννοιακές καταδύσεις, με λόγο σύντομο και λιτό, απαλλαγμένο από κάθε περιττή φιοριτούρα αταίριαστη στην καταγωγή του γνήσιου ποιητικού γένους.       

Η γλώσσα του έργου εμπλουτίζεται από αρχαίους λεκτικούς τύπους καθώς ο ποιητής επιλέγει την άρδευση ύφους από τον πρωτογενή χώρο του ποιητικού είδους όπου κορυφώνεται η ενατένιση των υπερκοσμίων απαυγάζοντας το μαγικό θόλο που οικοδόμησε έκπαλαι ο λόγος της ιστορίας.

Το όλον έργο ανάγεται στη λεγόμενη πεζόμορφη ποίηση λόγω απουσίας εμφανούς μέτρου ή των σημείων της προσωδίας, της ποσοτικής και τονικής σχέσης των συλλαβών, της στροφικής διάρθρωσης, κ.τ.ό. Εντούτοις, ο προσεκτικός αναγνώστης-συνοδοιπόρος του ποιητή θα διακρίνει στη ροή του λόγου χαρακτηριστικές μετρικές περιπτώσεις, που οδηγούν ευθέως στον «παλμικό» τρόπο γραφής των ποιημάτων ιδίως με την πρεπούμενη στο γενικό του ύφος παρεμβολή ιάμβων και τροχαίων, που παραπέμπουν και στη σολωμική ποίηση, π.χ. εις τα άστρα / υψηλά / εκεί / με τις πλειάδες / νύμφες  ή  δι’ όσα / λέγονται / πεζά / συνήθως / δεν / μιλή-σαμε  ή  αυτή / μονάχα / αυτή / η μεγαλοπρεπής  ή  μα / δεν / μπορούσα / να σκεφθώ / το πώς / να βρώ / τον τρόπον. ή  έγινα / όλος / αστερόεις / ουρανός / που / μελεδαίνει. ή Ήλθεν / η πανσέληνος / και / έφερε / λουλούδι .       

Από χρόνου μακρού η ποίηση, ως τέχνη του νεώτερου/σύγχρονου γραπτού λόγου, δεν απαντά υπό την αρχαϊκή λειτουργική της αποστολή, που διήρκεσε μέχρι και το δημοτικό τραγούδι. Εξαίρεση αποτελεί η εν μέρει μελοποίησή της από κάποιον μουσουργό και η συνακόλουθη «βιομηχανική» παραγωγή και εμπορική (ανάγνωθι: αγοραία) αξιοποίησή της. Το νέο είδος είναι η «αναγινωσκόμενη» ποίηση, που παρέχεται από πηγές παραγωγής του έντυπου λόγου. Η σχεδόν νομοτελειακή αυτή μεταβολή  δεν επηρέασε εντούτοις τα στοιχεία, που την διακρίνουν από τα άλλα είδη του γραπτού ή του προφορικού λόγου. Ως «αναγινωσκόμενη» εξακολούθησε να ανακαλεί και να φέρει τα συστατικά που συνιστούν την ενότητα των τεχνών, δηλαδή εκείνα της μουσικότητας και της εικόνας τα οποία και υπερακοντίζουν τον φιλολογικό «ορθολογισμό» και την εκφραστική πεζότητα. Εδώ συναντούμε και το ποιητικό έργο του Αθανασίου του Κυκκώτη, αποκαλυπτικό του αρχαϊκού λυρισμού αλλά και ενός πολυποίκιλου συναισθηματισμού όπως τον βλέπουμε να εκδηλώνεται κυρίως στις ελεγείες της νεότερης ποίησης. Προφανώς, τα στοιχεία αυτά αρκούν και περισσεύουν για να εμπνεύσουν και την δραματοποίηση – τη σκηνική μεταποίηση - του έργου, ίσως με τη μορφή ενός σκηνικού collage ρέουσας εικόνας ανάμεσα στο ύφος του πρώιμου λόγου και της σύγχρονης αισθητικής πρωτοπορίας.

 

Ευάγγελος Ανδρέου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις