ΤΟ ΑΝΑΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΚΥΡ-ΜΑΝΟΥΗΛ


ΤΟ  ΑΝΑΛΟΓΙΟ  ΤΟΥ  ΚΥΡ-ΜΑΝΟΥΗΛ

Φως του λύχνου
κι ‘αλλο φως,
χλωρό της πέτρας
και του πηλού ξανθό
φλεγόμενη σταλιά ερέβους
όλα στην ψυχή μου
φώτα...

Α! γελάστηκα
παρηγοριά γυρεύοντας
στα γνέφια του παντός.
Δεν ήταν φέγγος
ήταν σκιές.
Ήταν φωτιά, δεν ήταν φως.
Ήταν κερί σβηστής λαλιάς
σπίθα δειλή
στο άζυμο
στο αρμυρό
στο χαμηλό σκοτάδι.
Κι ήταν χολή στο δείπνο
ξύδι στην ανάσα
φαλτσέτα στο ρούχο
μικρή παρθένα
Μεγάλη Παρασκευή.

Με το ημίφως των κουμπέδων
μπαίνουν γυναίκες στα μαντήλια τους
ως στο βολβό του ονείρου
σαν τις θεές.
Χορεύουν πάνω στην αψίδα
του κρύου πόθου
με τις ιερές φωτιές.
Βάφουν τα εωθινά αστέρια
με τον ασβέστη του άγρυπνου στερεώματος.
Σαν κορίτσια που γυρεύουν  
με τά δάχτυλα στις χάντρες του ματιού
ένα κορδόνι μύρο,
γαρύφαλο, λεβάντα
και λεμόνι,
το καλότυχο.

Και είναι
απόβραδο των αγρών
που ήρθε το τέλος βρεμένο από ελπίδα
και μυστικό γλυκό
καθώς γυρνούσες το πρόσωπο
χωρίς έλεος και θάμπος
μέσα σ’ ένα χειμώνα θεοσκότεινο
να ‘πείς φεύγω πιά
και φεύγω
εφ’ όσον τα μοιραία με κέντησαν
και τα όσα προσδοκούσα
πλήγωσαν το έσχατο της ανάγκης
που είχα...

Λαβαίνω
ελευθερία από τις ναϊκές πέτρες
και πνέω στη μνήμη
ψέλνοντας άρθρα
τραγουδώντας οστά
για να επανέλθει θλίψη
στο οργωμένο μέτωπο
και η κάθε επιθυμία
στο άφαντο στεφάνι του κενού
όπου ποτίζει ο πόνος
κήπους δακρύων.

Μέρα των επουρανίων
και νύχτα αγχόνη,
εικόνα των αγλύκαντων
και κείνων που πενθούνε
είναι
η δεξιά Σου φλόγα
στη ρομφαία των γενεών
αλυσσίδα από φώτα
και όνειρο των καταπεσόντων.
Μ’ ένα χελιδόνι του Μυστρά
και με τις χιονονυφάδες του Βίκου
έρχονται και πάνε
οι δεσποτάδες
κρατώντας τα σεβάσμια λυχνάρια
όντας οι τριγμοί της δόξας
περιστρέφουν το αναλόγιο
και οι λευΐτες οι διαβατικοί
ανεβαίνουν τη σκάλα των αίνων
με ταπεινότητα και μυαλοσύνη
μέχρι εμένα τον πρωτοψάλτη
που ανοίγει την πύλη των χορών
και αναδέχεται στον άμετρο αιώνα
τη φωνή των πουλιών
και
των μαρτύρων.

Βόγγιξε το αναλόϊ
γύρισε η νύχτα
η στέγη στάζει ρανίδες μέλανα παγετού
στο χλιαρό νερό.
Ο κυρ-Μανουήλ
είδε την εικόνα του μικρού αηδονιού
και του ερπετού
που ζητάει χάρη.
Δείλιασε το δείλι
και το απόβροχο
στο πέλαγο των γλάρων που γέρνουν.
Άνοιξε η γη, τρέχει λάβα
να ξεφύγουν.
Στη βράση πετάγονται άνθρωποι
διπλώνουν τα κλειδιά
του λυτρωτή, του δρόμου.
Φυσούν φωνές ακατάληπτες
στην άχνη του καμένου σίδερου
στενάζοντας καλούν το θάνατο
- άργαλα, άρκλα, θράλα, μπηγόπηλα –
ώσπερ τέρατα φτερών.

Κατέβηκαν τα επουράνια
δίχως να τα ιδεί κανένας
κι απάνω σπορά στάχτης,
παραπάνω λάμψη ανέμων,
στη λαβή αμφορέων και λύχνων
το χέρι του παιδιού που μόλις γεννήθηκε
για να μάθει τη γη
που έχει γλώσσα και δουλειά
και  λόγο αθάνατο
να τρέφει και να δασκαλεύει
τα λιγοστά της ζωής
και της απέραντης δοκιμασίας.
Άγια ώρα να μας βρεί
κοντά σε ό,τι ποτές δεν είχαμε τη χαρά
να ζητήσουμε.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις