Ένα βιβλίο
Ένα βιβλίο
.............................................................................................................................................................................
Αθανάσιος Ε. Καραθανάσης - Αναστασία Αθ. Αγγελοπούλου:
Ο ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΛΥΡΙΚΟΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ
.............................................................................................................................................................................
Αρεστή η πραγματεία. Πρωτότυπο πόνημα ως προς την ιδέα και την εφαρμοστική/αναλυτική διάρθωσή της. Ενυπωσιάζει το πρώτον ότι επινοήθηκε ένα θέμα ειδικό με αναρίθμητους σπονδύλους ειδικών υποθεμάτων, κάτι που προκαλεί θερμό ενδιαφέρον έρευνας αποτεινομένης σε έναν γραμματολογικό θησαυρό-«ωκεανό» αν ληφθεί υπ’όψη ότι το θρησκευτικό στοιχείο διαδράμει εκτατικά την ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων όχι μόνον επί έργων δημιουργών εμφανώς ή αφανώς θρησκευόντων αλλά και εκείνων χωρίς το χαρακτηριστικό μιάς έστω και λανθάνουσας θρησκευτικής πίστης, ιδία χριστιανικής. Επομένως και κατ’ αρχήν η προς τούτο συνεργία μεταξύ της διδάκτορος του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κυρίας Αναστασίας Αθ. Αγγελοπούλου και του έκπαλαι γεραρού πανεπιστημιακού διδασκάλου Αθανάσιου Καραθανάση συνιστά εύψυχη επιτέλεση μιάς πνευματικής οδοιπορίας άξιας πολλής προσοχής και κριτικού σεβασμού.
Η λυρική έκφραση, είτε κυρίως υπό μορφήν ποίησης είτε ως αισθητικό φαινόμενο της έντεχνης πεζογραφίας, αποτελεί ασφαλώς θρησκευτικό εκπήγασμα του «συναισθηματικού» βίου των ελλήνων λόγω της από του γένους σύνδεσής τους με την ορθόδοξη χριστιανική υμνογραφία η οποία ως άδηλος αναπνοή ζωογονεί μοιραίως ή λεληθότως την ελληνική ψυχική αγωγιμότητα μέσω των στιγμάτων του βυζαντινού μέλους (δηλαδή του ποιητικού λόγου του οποίου η προσωδία έλαβε μελική διάπλαση) και του δημοτικού τραγουδιού, όπου «τραγούδι» δεν σημαίνει ειμή μόνο την λυρική ποίηση.
Έτσι μιά απλή αναφορά σέ έργα όπου απαντά ο θρησκευτικός λυρικός στοχασμός τον 20ό αιώνα αποτελεί στό βάθος την ανίχνευση της διαδοχής από τον υμνογραφικό λόγο στη σύγχρονη λογοτεχνία. Πολύ με τούτο σχετίζεται και η καίρια διατύπωση του εξαιρετικού Αντώνη Δροσόπουλου (1928-1016), αναφερομένου στο κατ’ εξοχήν μοναδικό και τέλειο όργανο του λόγου: »Ατόφια παραμένουν τα ελληνικά της Εκκλησίας. Οι εγκύκλιοί της γράφονταν στην αττικίζουσα διάλεκτο, το κήρυγμα γίνεται χωρίς την χρησιμοποίηση ξένων λέξεων.
Γι’αυτά οι (όσοι έχουμε μείνει) λάτρεις της ελληνικής, της χρωστάμε μεγάλη υποχρέωση»*.
Δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να ισχυρισθεί κανείς πως πίσω από το λόγο (ενδεχομένως και το συνθετικό ύφος) του θρησκευτικού λυρικού στοχασμού τον 20ό αιώνα, υπάρχει ο λόγος του Μακρυγιάννη και των λαϊκών ελλήνων Αναγνωστών (ηρώων και μη) και πίσω από αυτή, η γλώσσα του Ρωμανού του Μελωδού. Η διαφορά έγκειται στο ότι ο λόγος του θρησκευτικού λυρικού στοχασμού τον 20ό αιώνα δεν θεολογεί απαραιτήτως ή κατ’ ανάγκην σε αντίθεση με το θεολογείν του θρησκευτικού λυρικού στοχασμού στην υμνογραφία της οποίας δεσμώτες μιμητές είναι πλείστοι νεώτεροι και σύγχρονοι ποιητές ως π.χ. ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο περίφημος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης αλλά και οι «Διόσκουροι» Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης και ακόμα πιό σύγχρονοι όπως ο Χαράλαμπος Μπούσιας και πλείονες άλλοι διάκονοι της υμναγιολογίας. Όμως αυτά είναι εδώ παρεμπίπτοντα.
Διεξεχόμενος το έργο απαρίθμησα υπέρ τους (τις) ογδόντα θεράποντες του έντεχνου και συνδεομένου με το θέμα λόγου. Ανάμεσά τους ο στοχαστής Καζαντζάκης με τον εναγώνιο και εμπύρετο αγνωστικιστικό λογισμό του, ο πείσματι αγωνιστικός Βάρναλης με την απαθανάτιση της κοινωνιστικής θνητότητας, ο βίω πολιτικός Κουτσοχέρας του οποίου η πιθανή θρήσκευση ανάγεται στην μάλλον εθιμική της διάσταση, ο Λειβαδίτης με χαρακτηριστικό την ηλικιακή μεταστροφή του στην θρησκευτική πίστη αλλά και ο ιερόχθων Σκιαθίτης Παπαδιαμάντης, ο μοναχός Ανδρόνικος (Μωραϊτίδης), ο εγκρατής των από βυζαντίου πατρώων Πεντζίκης, ο ζηλοσύνη θρησκεύων Βερίτης-ο και τρίτος των Αλεξάνδρων, Γκιάλας-, κ.ά. Η αναφορά στο έργο τους εμβάλλει σε πρόσθετο αντικείμενο έρευνας ήγουν στην κοινωνιολογική έποψη του θρησκευτικού λυρικού στοχασμού τον 20ό αιώνα, πράγμα που ενισχύει την πολυσήμαντη διάσταση του θέματος, την εν αρχή διαπιστούμενη «ωκεάνεια» έκτασή του.
Από τη συστηματική (όχι συμπτωματική) βιβλιογραφία και την παράθεση των πηγών, που δείχνει εμβριθή αναδίφηση και αναζήτηση κοπιώδη και υπεύθυνη καθώς και από τις διευκρινιστικές σημειώσεις στις ενότητες της πραγματείας, διαφαίνονται οι κατά την εκτίμησή των συγγραφέων επιλογές προσώπων και έργων. Είναι καλές, λογικές και κατά όριον επαρκείς καθώς καλύπτουν το θέμα, ικανοποιώντας βασικήν απαίτηση του φιλομαθούς αναγνώστη και κυρίως του σπουδάζοντος τα γράμματα της ελληνικής παιδείας.
Θα ήταν ωστόσο ειλικρινής από την πλευρά μας και ηθικώς αλληλέγγυα προς τον μόχθο των συγγραφέων και ίσως χρήσιμη για μιάν ενδεχόμενη συμπληρωματική μελέτη η παράθεση σχετικών περιπτώσεων:
α.Όπου «Θρησκευτικός λυρικός στοχασμός τον 20ό αιώνα» συναντώνται -απαραιτήτως, κατά την ταπεινή άποψή μας- και οι: Σωτήρης Σκίπης («Τό Ἀστέρι αὐτό, πού ὁδήγησε τούς μάγους νά Σέ βροῦνε / κάθε πιστός μέ τῆς ψυχῆς τά μάτια τό θωρεῖ / τό Ἀστέρι αὐτό στή φάτνη Σου κι ἐμένα μ᾽ ὁδηγεῖ»), Κώστας Κρυστάλλης («Χριστούγεννα κι ανάσταση, ω! τι μυστήριο χύνουν. / Τι χαραυγούλες είναι αυτές, πόση ζωή μας δίνουν! / Λάμπουνε τ’ ασυγνέφιαστατα ουράνια Σα ζαφείρια / Σαν μάτια π’ αγρυπνήσανε φέγγουν τα παραθύρια».), Μίλτος Σαχτούρης («Χριστούγεννα», 1948), Στέφανος Μπολέτσης, ο και ιδρυτής της Ἑλληνικὴς Ἑταιρείας Χριστιανικῶν Γραμμάτων (« Θεέ μου, οἱ ψυχές, ἄς γίνουν φάτνες ταπεινές / φῶς ὁ Χριστός κι ἀγάπη νά μᾶς φέ¬ρει. / Ἂς λάμπουν ἥλιοι μέσα στούς χει-μῶνες / νά διώξουνε τά νέφη τοῦ βοριᾶ».), Ανδρέας Καρκαβίτσας («Πάσχα στα πέλαγα», «Θείον όραμα»), Κωνσταντίνος Χατζόπουλος («Χριστούγεννα του χωριού»), Στάθης Σπηλιωτόπουλος ο και εκ των ιδρυτών της Δραματικής Σκηνής Εταιρείας Χριστιανικού Θεάτρου («Η Θυσία» Θεατρικό, 1965-66, 1968-69), Ελευθέριος Μάινας («Ο Ερημίτης», «Απάνθισμα», «Τα ποιήματα»), Κώστας Τσιρόπουλος («Ἄσπιλη γιορτὴ τῆς σιγῆς / ἡ σάρκα τελειώνει χρυσὴ / ἀπὸ χάρη καὶ τρόμο / βαστάζοντάς τη / Αὐτὸς ποὺ τὸν βάστασε./ Τὰ ἐπίγεια συγκροτημένα / στὴν κυψέλη τῆς ἀγκαλιᾶς σου».) και ακόμα πολλοί πιστοί αλλά μη θρησκεύοντες, όπως ο κορυφαίος Στρατής Δούκας με τον γεμάτο θυμίαμα «Οδοιπόρο» (μοναστήρια, μοναχοί, αγιογραφία, προσκύνηση, η «Δέξα Παναγιά») και το λυρικό πετράδι «Μεθ’ υμών» αλλά και νεώτεροι: ο Άρης Κανδηλάπτης, ο Άλκης Τροπαιάτης, ο Κρίτων Αθανασούλης, ο Δημήτρης Αετουδάκης («Ιησούς» ποιήματα, 1982), ο Τάκης Αντωνίου («Επανάσταση των Νεκρών», «Στάσιμα της ψευδαίσθησης», «Ευχές του λυχνικού», «Λειτουργία των απαγιασμένων», Κεφαλοκλισία των ειρηνικών», ‘Εσπερινές οράσεις», «Όρθρου βαθέος»), ο Γιάννης Ανδρικόπουλος («Πορεία προς τον Γολγοθά», «Επιτύμβια χαράγματα – Ο Άγιος Αλέξανδρος της Σκιάθου»), ο Γιώργος Παπαγεωργίου-Ανωβολιώτης («Εσπερινά»), η Ειρήνη Μπριλλάκη- Καβακοπούλου («...Κι από κοντά και κύκλω σου τ’ αρχοντικό σου σόι / με τον παπά, την παπαδιά, τα έξ’ άλλα σ’ αδέλφια / που επρωτομισέψανε. Μ’ αναμμένες λαμπάδες / το ίσο θα κρατούσανε στσ’ ουράνιες υμνωδίες / που θα ‘ψελναν οι γι άγγελοι, οι θεϊκοί ψαλτάδες / σαν τη λευκή σου την ψυχή θα ‘ρθαν να παραλάβουν») και βέβαια η «κοσμοπολίτισσα» χριστιανή Ελένη Καριτά** κι ακόμα ο νεώτερος όλων με την θαυμαστή «ομηρική» γραφή (πλαστική του ποιητικού λόγου) Αθανάσιος ο Κυκκώτης («Μετεώρισις» (1997), «Κένωσις ενοδία» (1998), «Ερωῆς ἔκχυσις» (1999), «Πηλοπλάστου Πέλασις» (2015), «Κυρηναϊκή Ενσύμβολος Μυθαγωγία» (2016) ).
β. Μιά καταλεπτώς επιχειρούμενη άρδευση από συναφείς προς το θέμα πηγές (ανδεικτικώς: 1.ανθολογίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας (πλήθος αυτές όπως και η εξαιρετική του Νίκου Β. Τυπάλδου «Αναθολογία του νεοελληνικού χριστιανικού ποιητικού λόγου από το Σολωμό έως το 1973»- Έκδ. Αποστολική Διακονία 1974, την οποία και ως φαίνεται καλώς αξιοποίησαν οι συγγραφείς του βιβλίου), 2.σχετική λεξικογραφία – π.χ. «Γραμματολογική και Βιογραφική Εγκυκλοπαιδεία της Ελληνικής Λογοτεχνίας» (Κωσταλένος-Σιατόπουλος), 3. βιβλιογραφία ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας – Βίττι, Πολίτης, Παππάς,κ.τ.ό., 4.λογοτεχνικά περιοδικά, 5.κύκλοι εκδοτικών οίκων (Αστήρ, Δαμασκός, Έλαφος, Φάρος της Τήνου, κ.λ.π.), 6.μητρώα μελών «χριστιανικών» λογοτεχνικών οργανώσεων) θα εξέπληττε όχι μόνο λόγω του πλούτου έργων και προσώπων αλλά και διότι ο θρησκευτικός λυρικός στοχασμός τον 20ό αιώνα καλύπτει σχεδόν κυριαρχικά τη νεοελληνική λογοτεχνική εργογραφία.
Είναι όμως κατανοητό ότι σκοπός της εκπόνησης του βιβλίου δεν ήταν η σύνταξη ενός κατά το θέμα λογοτεχνικού πανδέκτη αλλά η σμίλευση ενός θεματικού κορμού, τέχνη τε και φύσει απαλλαγμένου από μεταλλεύματα ενός απύθμενου ορυχείου. Και φαίνεται λογικό να εργάσθηκαν οι κοπιώντες συγγραφείς έχοντας ως οδηγό την κατά την εκτίμησή τους «αίσθηση του περιττού».
γ.Ένας τομέας όπου ο θρησκευτικός λυρικός στοχασμός διεκδικεί θέση ανταξία όλων είναι και αυτός της «παδικής λογοτεχνίας». Εδώ θα μπορούσε να αναπτυχθεί ένα εκτενές ιστορικό και γραμματολογικό δοκίμιο που για την ώρα παρέλκει. Ωστόσο το θέμα προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον ειδικώς στις χρονικές περιόδους μεσοπολεμική-κατοχική-πρώτες μετακατοχικές δεκαετίες καθώς εκεί ήκμασε η παραγωγή ποίησης, μυθιστορίας και μεταφραστικής εργογραφίας απευθυνόμενης στην «χριστιανική διαπαιδαγώγηση του παιδιού» που μολονότι υπηρετήθηκε από δημιουργούς «στρατευμένους» στο είδος έδωσε εντούτοις και έργα (ουκ ολίγα) απολύτως ανθεκτικά στην αυστηρή λογοτεχνική κριτική. Το είδος απασχόλησε κυρίως τη γυναικεία λογοτεχνική έφεση δίχως όμως την ανάλογη καταξίωσή τους που την επηρέασαν λόγοι καθαρώς κοινωνικοπολιτικοί, πανίσχυροι μεν άδικοι δε. Πολλές από αυτές έπεσαν στην παντελή αφάνεια, όπως π.χ. η Ζέττα Δούκα («Το χωριό του Άη-Νικόλα και άλλα διηγήματα», «Η θυσία», «Στο γέρμα», «Το ριζικό»), με γραπτά βραβευμένα σε έγκυρους διαγωνισμούς του Λυκείου των Ελληνίδων («Λασκαρίδειος», κ.λ.π.), της οποίας ένα μικρό (ευτυχώς) αρχείο απαντά στο Ε.Λ.Ι.Α. Άλλες, όπως η Μαργαρίτα Πανταζοπούλου («Ζωή του Παιδιού», κ.λ.π.) επέλεξαν συνειδητή απομάκρυνση από κάθε περίπτωση προβολής του λογοτεχνικού έργου τους.
δ.Ορθώς στο βιβλίο παρατίθεται η περίπτωση Γιωσέφ Ελιγιά. Πλάι του θα συμπληρώναμε και τον Τζούλιο Καΐμη («Ο αναμάρτητος», «Η ταφή του Άβελ», «Η μετάνοια του Κάιν», «Ο Νώε φυτεύει τ’αμπέλι», «Ο Αβαάμ σπάζει τα είδωλα», «Ο Μωυσής ζητάει το Νόμο στον Ουρανό», «Ο Προφήτης Ηλίας», κ.λ.π. - ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ, 1975).
Το έργο είναι άνετα προσεγγίσιμο από αναγνώστη απλής εγκύκλιας παιδείας εν αντιθέσει με αντίστοιχες επιστημονικές πραγματείες (διατριβές, κ.λ.π.). Είναι αύθις κατανοητό τόσο στα εισαγωγικά κείμενα των ενοτήτων όσο και στα σχόλια των βιογραφικών όπου καταγράφεται (χωρίς πείσμονες υποκειμενικές αξιολογικές κρίσεις) η ακριβής σχέση μερών της λογοτεχνικής δημιουργίας των βιογραφουμένων με το θρησκευτικό ίδιον. Αυτά είναι εξαιρετικά προσόντα του βιβλίου διότι στο σώμα της γραφής συντίθενται η επιστημονική «τυπικότητα» και η δοκιμιογραφική «ελευθερία» επιφυλάσσοντας στον επισκέπτη του την αίσθηση ευάερου δώματος.
Οι αγαπώντες τον ελληνικό λυρικό λόγο θα αποκτήσουν ένα χρήσιμο και ευχάριστο βιβλίο καμωμένο με μεράκι και «αποστολικήν» επίγνωση.-
.............................................................................................................................................................................
*Αντώνης Δροσόπουλος, Γιά ένα καλύτερο σήμερα / Η Eκκλησία. Εφημερίδα του Κέντρου Σοσιαλιστικών Μελετών, Απρίλιος 2016, σ. 10 . * *Ούρσουλα Φωσκόλου, Στοιχεία για την Ελένη Καριτά - Μέρος Α΄: Εισαγωγή στον προβληματισμό της γυναικείας γραφής. Εφημ. Περί Τήνου, τ.11, 2012, σ.11
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου